πρανώ

πρανώ
(I)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀκρίδος εἶδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει συνδεθεί με τη λ. πάρνοψ* «είδος ακρίδας»].
————————
(II)
-όω, Α [πρηνής / πρᾱνής]
πρανίζω*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρανόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ κατωφερές, πρανές». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. πρανῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”